- νουμηνιαστής
- νουμην-ιαστής, οῦ, ὁ,A one who celebrates the new moon, Lys.Fr.53.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νουμηνιαστής — νουμηνιαστής, ὁ (Α) αυτός που εορτάζει τη νουμηνία, τη νέα σελήνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < νουμηνία, μέσω ενός αμάρτυρου αρχ. *νουμηνιάζω] … Dictionary of Greek
νουμηνιαστῶν — νουμηνιαστής one who celebrates the new moon masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)